- σφαγνώδη
- τα, Νβοτ. τάξη βρυοφύτων τής κλάσης φυλλόβρυα, η οποία περιλαμβάνει μόνο το γένος σφάγνο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σφάγνο — Το μοναδικό γένος της οικογένειας των Σφαγνιδών (βρυόφυτα), του οποίου πολυάριθμα είδη και περί τις 500 ποικιλίες φυτρώνουν συνήθως εκεί όπου επικρατούν συνθήκες κορεσμού του ατμοσφαιρικού αέρα με υγρασία (υγροί τόποι, νερά, που λιμνάζουν, εδάφη… … Dictionary of Greek
σφάγνος — ο, ΝΑ, και σφάγνο, το, Ν νεοελλ. βοτ. κοσμοπολίτικο γένος φυλλόβρυων βρυοφύτων που αποτελεί το μοναδικό μέλος τής τάξης σφαγνώδη και περιλαμβάνει 300 είδη μικρών ωχροπράσινων έως βαθυκόκκινων φυτών με ύψος έως 30 εκατοστόμετρα αρχ. 1. το φυτό… … Dictionary of Greek